ο καυλωμένος μίσχος

Η μολόχα στη γλάστρα γουργουρίζει,

η γάτα μας άνθισε πάλι έρωτα,

η κόρη φοράει το σκισμένο τζιν πριν βγει,

εκθέτει το γόνατό της γυμνό στα ντροπαλά βλέμματα των αγοριών,

η άνοιξη προβάλει τον καυλωμένο μίσχο της,

παρά τις προειδοποιήσεις των μετεωρολόγων.

ένας πόντος

και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι είσαι κάτι,
έχεις παίξει ρόλο,
πήρες μέρος κι εσύ σε κάποια πλοκή που ήσουν πρωταγωνιστής,
σχέσεις πλέχτηκαν γύρω σου, ελπίδες, ιδέες και ιστορίες σου,
υπήρξαν για κάποιους κομβικές,
ένας κόμβος ήσουν λοιπόν σημαντικός,
κρατήθηκαν από αυτόν νήματα,
σαν πόντος, σαν θηλιά,
σε ένα πλέγμα, πλέξιμο και κέντημα, που ξεκινούσε από εσένα,
υπήρξες σημείο αναφοράς στους γύρω σου,
αυτούς που συνδέθηκαν μαζί σου,
σκάλωσαν κάτι από το είναι τους
στο πλεκτό που άνοιγες ξεδιπλώνοντας την ύπαρξή σου στο κενό,
κρατήθηκαν από αυτό για να υπάρχουν μαζί σου,
κι εσύ μαζί τους,
κρατήθηκες κι εσύ με τη σειρά σου από τα νήματα των άλλων,
γιατί έτσι υπάρχουμε, σαν κόμβοι, πόντοι και θηλιές,
συνδεδεμένοι, διαπλεκόμενοι, στυλοβατούντες,
ισορροπούμε στο κενό,
κάνουμε φιγούρες ακροβατικές
χωρίς να σωριαζόμαστε,
γιατί κρατιόμαστε με τα αόρατα δίχτυα που πλέκονται
από τους πόντους, τους κόμβους και τις θηλιές μας
που μας κρατάνε ψηλά
άλλον πολύ και άλλον λίγο, ανάλογα πού στόχευσε ο καθείς,
γιατί κάποιοι ποντάρουν στα χαμηλά,
ο πόντος τους βαρίδι, τραβάει το δίχτυ προς τα κάτω,
κι εγώ που στόχευσα ψηλά,
κοιτούσα απογοητευμένος το άπιαστο που δεν κατάφερα,
μέχρι που ένας κίνδυνος, μια απειλή ήρθε να μου θυμίσει
ότι όπως άλλοι έτσι κι εγώ
μπορεί ξάφνου να ξεφτίσω, να ξεφτιλιστώ, να μαδήσει το πλεκτό,
να ξεχειλώσει ο πόντος μου,
παρασέρνοντας προς τα κάτω όσους ποντάρανε σε εμένα
προσδοκώντας στο κράτημά μου,
θηλυκώνοντας κάποια δικά τους νήματα στη θηλιά που έριξα στο κενό,
για να κρατηθώ, συνδεδεμένος αόρατα κι εγώ,
ένας πόντος στο πλέγμα του κόσμου,
που αν χαθεί θα χαθώ,
κι αν σωθεί θα μάθω να το τιμώ

 

ποιήματα

το κύμα του χρόνου

Ξύπνησα θέλοντας να γράψω ότι δεν μπορούμε να πάμε κόντρα στον χρόνο, ότι αυτός, στην ουσία, μας πάει όπου πάμε, και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον νιώθουμε, να μην τρέχουμε πίσω από στόχους, αλλά, ενώ κάνουμε αυτά που μας καλεί η ζωή μας να κάνουμε, να δίνουμε χρόνο για να νιώθουμε τον χρόνο στο σώμα μας, στις πράξεις μας, στα πράγματα, στον χώρο, γιατί αυτός τελικά είναι ο ρυθμιστής: ο ρυθμός του χρόνου, το κύμα του. Αντ’ αυτού, έγραψα ένα ποίημα (πιθανόν καταλληλότερη μορφή γραφής για θέματα χρόνου):

Το κύμα του χρόνου μάς σπρώχνει σε ακτές που νομίσαμε ότι φτάσαμε εμείς κολυμπώντας,
βγαίνουμε σ’ αυτές ασθμαίνοντας από την προσπάθεια,
βγήκε της μέρας το κολύμπι, λέμε,
και βουτάμε ξανά για άλλες ακτές, πιο μακρινές,
με πρόγραμμα να φτάσουμε στις παραδείσιες,
χαράζουμε σχέδια πάνω στα νερά,
λες και μπορούμε να τα κατευθύνουμε,
την ώρα που πλέουμε στο ρεύμα τους,
με το κύμα του χρόνου να μας σπρώχνει απαλά και ανεπαίσθητα,
έτσι που δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό μας πάει,
νομίζουμε ότι εμείς πηγαίνουμε,
μέχρι που ακτή στην ακτή, στόχο στο στόχο,
να καταλάβουμε ότι δεν πάμε πουθενά,
ότι όλη η ζωή μας δεν είναι παρά ένας κυματισμός.

μοιρολόγι για όσους πήγαν στα χαμένα

Κλαίει κανείς για αυτόν που πήγε άκλαυτος
τον παρία τον άχρηστο και τον χαμένο
που ο χαμός του κανέναν δεν ένοιαξε
ούτε έγινε αντιληπτός
εκτός από τις υπηρεσίες του δήμου που έπρεπε να τον απομακρύνουν
κλαίει κανείς για αυτόν που θα μπορούσε να ήταν ο καθένας
αν είχε τη μοίρα του
και ο χαμός του δεν γινόταν αντιληπτός
παρά σαν ένα ασήμαντο κενό στον χώρο
όταν άδειασαν τη γωνιά του οι δημοτικοί υπάλληλοι
κλαίει κανείς για αυτόν που δεν ένοιωσε την απουσία του
παρά μόνο ο χώρος που έπιανε
κλαίει κανείς εκτός από τον χώρο
και το σύμπαν των μορφών του
που τον έχασαν
παρόλα τα αστέρια που τον συντρόφευαν τη νύχτα
τον ήλιο που τον καλημέριζε
το νερό της βρύσης που τον ξεδιψούσε
τα πουλιά της άνοιξης
κλαίνε και πονάνε για τον χαμό του
τα στοιχεία του κόσμου
που έκαναν τα πάντα για αυτόν
σαν παιδί τους
σπαράζουν τώρα δυο φορές
μια για τον χαμό του
και δυο για τη ζωή που πήγε χαμένη.