το κύμα του χρόνου

Ξύπνησα θέλοντας να γράψω ότι δεν μπορούμε να πάμε κόντρα στον χρόνο, ότι αυτός, στην ουσία, μας πάει όπου πάμε, και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον νιώθουμε, να μην τρέχουμε πίσω από στόχους, αλλά, ενώ κάνουμε αυτά που μας καλεί η ζωή μας να κάνουμε, να δίνουμε χρόνο για να νιώθουμε τον χρόνο στο σώμα μας, στις πράξεις μας, στα πράγματα, στον χώρο, γιατί αυτός τελικά είναι ο ρυθμιστής: ο ρυθμός του χρόνου, το κύμα του. Αντ’ αυτού, έγραψα ένα ποίημα (πιθανόν καταλληλότερη μορφή γραφής για θέματα χρόνου):

Το κύμα του χρόνου μάς σπρώχνει σε ακτές που νομίσαμε ότι φτάσαμε εμείς κολυμπώντας,
βγαίνουμε σ’ αυτές ασθμαίνοντας από την προσπάθεια,
βγήκε της μέρας το κολύμπι, λέμε,
και βουτάμε ξανά για άλλες ακτές, πιο μακρινές,
με πρόγραμμα να φτάσουμε στις παραδείσιες,
χαράζουμε σχέδια πάνω στα νερά,
λες και μπορούμε να τα κατευθύνουμε,
την ώρα που πλέουμε στο ρεύμα τους,
με το κύμα του χρόνου να μας σπρώχνει απαλά και ανεπαίσθητα,
έτσι που δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό μας πάει,
νομίζουμε ότι εμείς πηγαίνουμε,
μέχρι που ακτή στην ακτή, στόχο στο στόχο,
να καταλάβουμε ότι δεν πάμε πουθενά,
ότι όλη η ζωή μας δεν είναι παρά ένας κυματισμός.