ο αγέννητος θεός

Έχω σταματήσει να πιστεύω στη χριστιανική μυθολογία από τα 14, όταν η άμωμος σύλληψης της Θεοτόκου έπαυσε να με πείθει. Ήταν καλοκαίρι του ’73 και δούλευα τσιράκι στις οικοδομές, στη Βέροια, μαζί με τον μπαμπά μου, που ήταν αρχι-μάστορας. Ένας φοιτητής, που σπούδαζε Θεσσαλονίκη, και δούλευε εργάτης στις διακοπές, ήταν για μένα το πνεύμα της ελευθερίας, με τα μακριά μαλλιά του και τον Σαββόπουλο.  Τον είχα από κοντά, και κάποια στιγμή, εκεί στο μεσημεριανό κολατσιό, ανάμεσα στο ψωμοτύρι και την ντομάτα, γκρέμισε τη θρησκεία μου με μία μόνο φράση του: «καλά πιστεύεις ότι η Παρθένος Μαρία ήταν παρθένα και έκανε τον Χρηστό επειδή μύρισε ένα κρίνο;» Αυτό ήταν.

Μέχρι τότε, ήμουν παπαδοπαίδι, ξημεροβραδιαζόμουν στην εκκλησία της Κυριώτισσας και ήμουν αυτός που την άνοιγε τα Χριστούγεννα, μαζί με τον παπα-Κωνσταντή, χαράματα στις 5 το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου. Ακόμη και η μαμά μου, που ήταν πιστή Χριστιανή (από αυτήν το κόλλησα), το έβρισκε υπερβολικό να ξυπνάω στις 4.30, για να τρέξω μες στην παγωμένη νύχτα στην εκκλησία. «Πού τρέχεις, βρε παιδί μου, μες στη νύχτα σαν τους καλικάντζαρους; Δεν θα φύγει ο Χριστούλης. Εκεί θα είναι.»

Πίστευα βαθιά και αληθινά τόσο πολύ, που μετά δεν μπορούσα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου κάνοντας τον σταυρό μου κι ανάβοντας κεράκια για το έθιμο. Είναι σαν να έχεις ζήσει έναν μεγάλο έρωτα και μετά τα «νταραβέρια» να σου φαίνονται χυδαία.

Πέρασα σε άρνηση που έγινε όλο και πιο συνειδητή μέχρι που στην κηδεία του αδερφικού μου φίλου, που πέθανε στα 45 από καρκίνο, έγινε ανοιχτή αντίθεση. Η αγάπη μου για τον Γιάννη ήταν τέτοια, που όλο αυτό το σκηνικό μου φάνηκε τόσο υποκριτικό, ειδικά που ο Γιάννης ήταν «άθεος» ώστε δεν το άντεξα άλλο. Έφυγα από την εκκλησία που τον «διάβαζαν» και παρακολουθούσα από μακριά την κηδεία μέχρι που έφυγαν όλοι και πήγα στο τέλος να φτυαρίσω με τον εργάτη το χώμα στον τάφο του.

Τότε συνέλαβα την ιδέα της θεότητας ως κάτι απρόσωπο, χωρίς όνομα και εικόνα, που του δίνουν όλες οι θρησκείες προσωποποιώντας το θείο, έτσι που να το φέρουν στα μέτρα του ανθρώπου, για να το ελέγχει.
Μπορεί ο άνθρωπος να χρειαζόταν αυτόν τον έλεγχο τότε που ήταν αδύναμος, που όλα γύρω του ήταν άγνωστα και τον φόβιζαν,  τότε που φανταζόταν τους κεραυνούς σαν οργή του Δία, τον οποίο θα έπρεπε να εξευμενίσει με θυσίες. Όμως, τώρα που έχουμε εξήγηση για τους κεραυνούς, τώρα που η φύση κινδυνεύει από τη δική μας κεραυνοβόλα ισχύ, θα έπρεπε να δοκιμάσουμε την αδυναμία μας σε κάτι που μας ξεπερνάει, ξεπερνάει όλες τις θρησκείες και όλες τις επιστήμες μαζί, κάτι για το οποίο δεν μπορούμε να πούμε τίποτα γιατί είναι ασύλληπτο! Οπότε δεν έχουμε ούτε άμωμο σύλληψη, ούτε γέννα, ούτε Χριστού-γεννα.

Τί θα κάνουμε, όμως, με τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τις φάτνες, τα λαμπιόνια, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες ; Τι θα απογίνουν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια (τόσο ωραία στη Γερμανία), οι οικογενειακές μαζώξεις (που  δεν θα γίνουν φέτος), τα κάλαντα των παιδιών (που δεν τα λένε πια) και τα χιόνια στο καμπαναριό (που δεν θα σημάνει φέτος και ούτε χιονίζει όπως παλιά);

Εγώ λέω να τα κρατήσουμε, να τα ανανεώσουμε και να τα αφιερώσουμε στον αγέννητο θεό, στην άφατη θεότητα του παντός, στο ασύλληπτο όλον, στην πηγή των απάντων, αυτό το άφατο που δεν έχει όνομα, ιδιότητες και γένος: “Αυτό” που γεννά το θάμα του κόσμου και δεν είναι γέννημα κανενός ανθρώπου, υπερανθρώπου ή θεανθρώπου. Αμήν!

ΥΓ. Μπορούμε να φέρουμε τη “δική μας” γιορτή λίγες μέρες νωρίτερα, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, για να έχει και έναν πλανητικό συμβολισμό.

One Reply to “ο αγέννητος θεός”

Comments are closed.