“Δια-κρίσεις και ταυτίσεις”

Σε πολλά πράματα είμαι σκράπας, αλλά ένα που κατέχω είναι το σινεμά. Όταν βλέπω μια ταινία πιάνω αμέσως πού κερδίζει και πού χάνει. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τις δικές μου ταινίες.  Εκεί δεν «καταλαβαίνω γρι» πού το κέρδισα και πού το έχασα. Το εντυπωσιακό είναι ότι ακόμη και όταν μου το λένε άτομα που εκτιμώ την κρίση τους, δεν καταλαβαίνω πάλι Χριστό. Τι συμβαίνει, λοιπόν, και ενώ έχω μια νομίζω καλή κινηματογραφική κρίση αυτή δεν λειτουργεί στα δικά μου έργα;

Θα μπορούσε να οφείλεται στον ναρκισσισμό μου, να νομίζω ότι έχω κάνει αριστουργήματα, που δεν σηκώνουν ψόγο, αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω ότι είμαι, σε καμία περίπτωση, μάστερ στο σινεμά και δεν διστάζω να με κατακρίνω σε πολλά ζητήματα. Όμως, για κάποιο περίεργο λόγο, η αυτοκριτική μου δεν λειτουργεί στα έργα μου.

Όταν τελειώνει το μοντάζ και μπαίνουν οι τίτλοι, εκεί σταματάει και η κριτική μου δυνατότητα. Πριν, είμαι όλος αυτιά. Ακούω παρατηρήσεις και πετάω σκηνές περιττές, χωρίς να ταυτίζομαι μαζί τους. Όταν όμως αποφασίζω ότι «το έχουμε» και μπαίνει  η σκηνοθετική υπογραφή μου, παθαίνω μια ταύτιση. Αυτό πρέπει να φταίει.

Η ταύτιση που παθαίνω δεν μου επιτρέπει να απομακρυνθώ από το έργο μου, να κρατήσω απόσταση, να το δω από μακριά και να διακρίνω τα σημεία του, καλά ή κακά. Είναι ένα ενιαίο με εμένα πράμα, αναπόσπαστο και αξεχώριστο, έτσι που δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα λάθη του, ακόμη και όταν μου τα δείχνουν με το δάχτυλο.

Αυτό μοιάζει με τους πρώτους έρωτές μου, που θαμπωνόμουν από το «ωραίο φύλο» και λάτρευα άκριτα όποιαν ήταν ωραία, ακόμη και αν αυτή ήταν εμφανώς αταίριαστη με εμένα, όπως μου υποδείκνυαν οι έμπιστοί μου. Έχει τύχει να τσακωθώ με φίλους που τόλμησαν να κρίνουν τη «σχέση μου», για να αποδειχθεί ότι είχαν δίκιο και ότι εγώ ήμουν απλά τυφλός.

Κάτι τέτοιο πρέπει να συμβαίνει και με όσες αγαπάνε τους «σατράπες» που τις ταλαιπωρούν (και παρηγορούνται με καψουροτράγουδα).
Το ίδιο και με όσους σκοτώνονται για τις ομάδες τους, αρνούμενοι ότι έχουν κάνει πέναλτι (το οποίο έχουν δει όλοι, εκτός από αυτούς).

Με τα «κομματόσκυλα» που ορκίζονται κομματική πίστη, όσες οφθαλμοφανείς αθλιότητες και αν κάνουν οι κομματάρχες τους.

Με τους Κουκουέδες που ενώ είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τα γκούλαγκ, αυτοί έβλεπαν το «δίκιο του εργάτη».

Με τους Ελληνορθόδοξους που είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον Έλληνα δεν αποτίει τιμές κράτους στο «άγιο φως» τους, με πτήση από Ιεροσόλυμα.

Με τους συγγενείς που σπεύδουν σαν μάρτυρες υπεράσπισης στους εγκληματίες δικούς τους ανθρώπους (ψευδομαρτυρώντας υπέρ τους).

Με τους γονείς που δικαιολογούν  τα αδικαιολόγητα των παιδιών τους, που δεν θέλουν να δουν ότι το παιδί τους το έχει χάσει (κι ότι έγινε, ας πούμε, πρεζόνι, μέχρι που τους χώνει το μαχαίρι στο λαιμό για να κλέψει και τους ίδιους).

Όμως αυτές οι ταυτίσεις δεν συμβαίνουν μόνο σε κραυγαλέες περιπτώσεις όπως οι παραπάνω. Εργάτες ταυτίζονται με τις επιχειρήσεις που δουλεύουν, παραγωγοί με τα προϊόντα τους, επιστήμονες με τον κλάδο τους, καλλιτέχνες με την τέχνη τους, κλπ.

Μια σειρά από αδιάσπαστους δεσμούς ταυτίζουν υποκείμενα με αντικείμενα σε κατηγορηματικές προτάσεις που δεν επιτρέπουν να εισχωρήσει κανένα ρήμα και καμία αναρώτηση εκτός του «είναι»: εγώ «είμαι» αυτό και τέλος.

Ως ένα βαθμό αυτό είναι θεμιτό. Το εγώ δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του. Πρέπει να ταυτίζεται με κάτι, να ενσωματώνεται με αυτό, για να αποκτάει ισχύ και υπόσταση (πχ. το πνεύμα με το σώμα). Ακόμη, πολλά έργα θα ήταν αδύνατον να διεκπεραιωθούν χωρίς την ταύτιση του δημιουργού με το αντικείμενό του. Η αυτοθυσία που πολλές φορές απαιτείται για να γίνουν δύσκολα πράγματα, να πραγματοποιηθούν αριστουργήματα, να ανακαλυφθούν αλήθειες, να γίνουν επαναστάσεις ή και να γεννηθούν και να μεγαλώσουν παιδιά, προϋποθέτει μιαν αδιαπραγμάτευτη ταύτιση.

Το πρόβλημα ξεκινά όταν οι ταυτίσεις δεν προέρχονται από ένα εγώ που έχει βρει στοιχειωδώς τον εαυτό του και ταυτίζεται με κάτι άλλο, που του αναλογεί, για να σταθεί.  Όταν το εγώ είναι παντελώς αδούλευτο και αρπάζεται από ότι υπάρχει γύρω του για να τη βγάλει λαθραία, τότε οι ταυτίσεις που μετέρχεται δεν είναι ιδιαίτερα υγιείς και θεμιτές. Η νοσηρότητα και η επικινδυνότητά τους διαφέρει ανάλογα με το ψέμα που μετέρχονται τα άτομα. Μπορεί να είναι από σχετικά ανώδυνη (να αρνείσαι το πέναλτι) μέχρι πολύ επικίνδυνη (όπως συνέβη με την ταύτιση των Γερμανών με το ναζισμό).

Είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να διακρίνουμε τις ταυτίσεις που εξυπηρετούν οι διάφορες μορφές που παίρνουν τα πράγματα. Πέρα από το να τα κρίνουμε αυτά καθαυτά, είναι κρίσιμο να διακρίνουμε την ταύτιση που υπηρετούν και εκεί να εισχωρήσουμε, για να απελευθερώσουμε τις δημιουργικές δυνάμεις που βρίσκονται πιθανόν εγκλωβισμένες σε αυτά, αναπαράγοντας λάθη, που αδυνατούμε να δούμε.

ΥΓ. Όσον αφορά τη δική μου περίπτωση, νομίζω ότι το ψέμα που μετέρχομαι είναι ότι υποκρίνομαι ότι ταυτίζομαι με το σινεμά, ενώ μου είναι σχετικά αδιάφορο, μπροστά στη φιλοσοφία, για την οποία όμως δεν έχω τα φόντα. Η ψευδοταύτιση που ζω συσκοτίζει την κρίση μου για τα έργα μου και δεν μπορώ να διακρίνω το λάθος, αφού δεν έχω τη δύναμη να πράξω το σωστό.

Leave a Reply