Προικιά από τη μαμά μου

Η μαμά μου έχει παράπονο γιατί τα προικιά που μου ετοίμασε μένουν ακόμη στην ντιβανοκασέλα που τα είχε φυλάξει προσεχτικά για τον γάμο μου. Κεντημένες πετσέτες, μπάντες, μαξιλάρες και σεμέδες, πλεκτές κουβέρτες και σκεπάσματα, δαντελωτές μαξιλαροθήκες και προσόψια, τραπεζομάντιλα και σεντόνια γαμήλια.
“Έβγαλα τα μάτια μου, παιδί μου. Ξέρεις τι αξία έχουν αυτά. Τόσα χρόνια πλέξιμο και κέντημα. Άσε τα υλικά. Οι καλύτερες κλωστές και τα πιο ακριβά υφάσματα.”
“Γιατί τα έκανες, ρε μάνα, αφού ήξερες ότι εγώ δεν είμαι για τέτοια παντρειά.”
“Ε, και τι, θα σε άφηνα ξεβράκωτο;!”
“Καλά, δεν έβλεπες ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω τέτοιο σπιτικό που θα ταίριαζαν; Ξέρεις κανένα σύγχρονο σπίτι να σκεπάζει με καρέ το ψυγείο και να βάζει σεμέν κάτω από την τηλεόραση; ”
“Πώς, βάζουν ακόμη. Αυτοί που ξέρουν να εκτιμάνε το ωραίο.”
“Το κάνουν για να μην ακούν τη γρίνια από τις μάνες τους. Το ωραίο, μαμά, αλλάζει με τις εποχές. Αυτό που για εσάς ήταν ωραίο, για εμάς σήμερα μπορεί να είναι κιτς”.
“Τι είναι αυτό πάλι. Εμείς αυτό το ωραίο μάθαμε, αυτό κάναμε. Έβγαλα τα μάτια μου για αυτό, πιάστηκαν τα χέρια μου, ξοδεύτηκα, έδωσα και από το υστέρημά μου, για να μένουν τώρα στην κασέλα.”
Η μάνα μου ξοδεύτηκε και κουράστηκε υπερασπιζόμενη την αισθητική μιας εποχής που τέλειωνε. Το τέλος ήταν μπροστά στα μάτια της αλλά δεν ήθελε να το δει. Θα είχε κερδίσει τόσο κόπο και χρήμα, αν το έβλεπε. Πόσες φορές δεν κάνουμε όμως το ίδιο σε τόσα άλλα ζητήματα;
Αποφασίζω να την παρηγορήσω. “Μαμά, δεν θα πάνε χαμένα. Θα τα πάρουν οι εγγόνες σου; Αυτές σίγουρα θα τα εκτιμήσουν.” Παίρνω τηλέφωνο τη Ματίλντα και της λέω για τα προικιά της γιαγιάς. “Ναι, μπαμπά, τα έχω δει. Είναι υπέροχα. Θα αρέσουν και στη Λάνα. Θα μας τα δώσεις;”

ΥΓ. Η γιαγιά άρχισε πάλι το κέντημα.