Μονάδες Βιωματικού Πλούτου (Μ.Β.Π.)

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που έχουν μια αίσθηση πληρότητας. Τίποτα δεν τους λείπει. Δεν υπάρχει κάτι περισσότερο να περιμένεις, τίποτα άλλο να προσπαθήσεις. Όσα θες από αυτές βρίσκονται εκεί.
Σταματάς για λίγο να κοιτάς πιο πέρα: στο αύριο, στο μετά, στον σκοπό, στον στόχο, στο πλάνο, στο προτζεκτ, στην επιδίωξη.  Ξεφεύγεις από την αγωνία όλα να είναι μπροστά και εσύ πίσω τους να τρέχεις. Να μην μπορείς να σταματήσεις, αν και ξέρεις ότι στο τέλος η ζωή σου θάχει φύγει και δεν θα την έχεις χαρεί.
Ο χρόνος που φεύγει δεν ξαναγυρνά. Παρόλα αυτά τρέχεις. Μέχρι που κάποιες στιγμές συμβαίνει να μη χρειάζεται να κάνεις τίποτα και σταματάς. Όλα είναι εκεί, μαζί σου. Ο χρόνος όλος γίνεται δικός σου. Τον αφομοιώνεις σε ένα διηνεκές παρόν.
Τότε, νιώθεις το ανάλαφρο αεράκι της αέναης αιωνιότητας να κυματίζει την ύπαρξή σου. Λικνίζεσαι με το κυματισμό του Είναι στο Γίγνεσθαι. Ταυτίζεσαι με το σύμπαν. Δεν έχεις κάτι άλλο να περιμένεις. Κινείσαι συγχρονισμένος με την τροχιά των άστρων, ένας κόκκος αστερόσκονης κι εσύ. Ταύτιση, πληρότητα, πλούτος.
Έτσι, τα έχεις όλα. Είσαι πλούσιος επί της ουσίας.
Αυτές οι στιγμές μετράνε τον βιωματικό πλούτο του καθένα. Αν είσαι μόνο πλούσιος σε λεφτά και τρέχεις συνέχεια να τα αυξήσεις ή να τα ασφαλίσεις, είσαι στην ουσία φτωχός, γιατί ζεις σε διαρκή έλλειψη. Αν δεν έχεις λεφτά αλλά καταφέρνεις να μη σου λείπουν κάποιες στιγμές γιατί τότε έχεις όλα όσα θες, τότε είσαι πλούσιος πραγματικά. Όσο πιο πολλές στιγμές πληρότητας, τόσο πιο πλούσιος.
Ο πλούτος πρέπει να μετράται με αυτές τις μοναδικές στιγμές, που πρέπει να ανακηρυχθούν βασικό νόμισμα, ως Μονάδες Βιωματικού Πλούτου (Μ.Β.Π.), και να ορίζουν την οικονομική πολιτική σε όλον τον κόσμο.
ΥΓ. Προφανώς, ο οικονομικός πλούτος είναι σημαντικός αλλά η σημασία του πρέπει να αξιολογείται βάσει Μ.Β.Π. και να αξιοποιείται αναλόγως.

τα αφεντικά των τεχνών

Με αφορμή τις θεατρικές επιχορηγήσεις (για τις οποίες δεν έχω γνώμη), μια γενικότερη άποψη για το τι συμβαίνει στον χώρο των περισσοτέρων Τεχνών, το οποίο μας διαφεύγει.
Έχουμε την εντύπωση ότι αυτός ο χώρος διαμορφώνεται από τα έργα των καλλιτεχνών.
Νομίζουμε ότι ζωγράφοι, φωτογράφοι, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, συνθέτες, σεναριογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς, χορογράφοι, χορευτές, ηθοποιοί, κλπ., είναι αυτοί που δίνουν το στίγμα και το ύφος στις Τέχνες που υπηρετούν.
Μόνο που δεν είναι παρά “υπηρέτες”. Τα “αφεντικά” είναι κάποιοι άλλοι.
Εκδότες και επιμελητές εκθέσεων (curators), γκαλερίστες και ατζέντηδες, μουσικοί παραγωγοί και κριτικοί με επιρροή, διευθυντές φεστιβάλ και πολιτιστικών οργανισμών, “επιτροπάκηδες” που γνωμοδοτούν για χρηματοδοτήσεις, που κρίνουν τι αξίζει και τι όχι, που επιβραβεύουν και απορρίπτουν,
αυτοί είναι που αποφασίζουν και διαμορφώνουν καθοριστικά το καλλιτεχνικό τοπίο. Στην τελική, αυτοί είναι οι δημιουργοί(!)
Ας τους βγάλουμε από την αφάνεια, και ας τους αναγνωρίσουμε σαν υπερ-καλλιτέχνες, αποδίδοντας τα εύσημα κατευθείαν σε αυτούς.

υπόλογος στον Λόγο

Δεν είμαι υπόλογος στους ανθρώπους
είμαι υπόλογος απέναντι σε “Αυτό”
που μας έφερε εδώ
κι έδωσε λόγο στους ανθρώπους
στον λόγο του λόγου μας, στον Λόγο
(με το λάμδα διπλασιασμένο σε γράμμα κεφαλαίο)
στην πηγή και στο τέλος
στον άγνωστο σκοπό που υπηρετούμε όλοι και το κάθε τι
χωρίς να ξέρουμε γιατί
σε “Αυτό” είμαι υπόλογος εγώ
όπως και εσύ.

χέρσες σχέσεις – καλλιέργεια εδαφών και σχέσεων

Η αφήγηση της μάνας μου για πόσο δύσκολη ήταν η ζωή τους εκείνα τα χρόνια, μου έδωσε μια ιδέα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Είπε, λοιπόν, η μάνα μου στο τραπέζι που το ‘φερε η κουβέντα, για τον κλήρο στον βάλτο που τους έλαχε.
Ήταν ένα κομμάτι γης που πήραν ως φτωχοί ακτήμονες στον αποστραγγισμένο βάλτο των Γιαννιτσών, 6 ώρες με τα πόδια από τη Βέροια (αφού το κάρο ήταν συχνά φορτωμένο και δεν ανέβαιναν πάνω, για να μην κουράσουν τα άλογα που τραβούσαν ζόρι στον λασπόδρομο).
Ο κλήρος τους (όπως όλοι οι κλήροι στον βάλτο), ήταν αρχικά γεμάτος βούρλα, φίδια και κεραμίδια από τις καλύβες των ανταρτών και των ψαράδων του βάλτου. (Δες “Τα μυστικά του Βάλτου”, της Π. Δέλτα).
Τα κουνούπια “λεφούσι” και τρύπωναν μέσα από τα τσεμπέρια. Οι θερμοκρασίες το καλοκαίρι έφταναν τους 45 βαθμούς και δεν είχαν ούτε μια σκιά να ξαποστάσουν, αφού δεν υπήρχαν δέντρα. Έφτιαχναν σκιές με μαντήλες σε πασσάλους και κοιμόταν τα βράδια σε λακκούβες που έσκαβαν στο χώμα, για δροσιά. Έμεναν εκεί για πολύ καιρό, τρώγοντας πρόχειρα, μέχρι να τελειώσουν τις δουλειές, καθώς δεν ήταν εύκολο το πηγαινέλα.
Κάποιοι κληρούχοι δεν άντεξαν και τα παράτησαν. Αυτός ο κλήρος ήταν “για κακό, μια κατάρα”, έλεγαν. Η οικογένεια της μάνας μου όμως δεν τα παράτησε. Έμειναν, το πάλεψαν, “μάτωσαν” και τα κατάφεραν! Το χωράφι άρχισε να αποδίδει και “ποτέ δεν πείνασαν, ούτε στην κατοχή” κατέληξε η μάνα μου.
 
Αυτή η ιστορία, λοιπόν, μου γέννησε την εξής εικόνα:
 
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν έχουν να κάνουν με χωράφια, αλλά με σχέσεις.
Ο κλήρος που μας τυχαίνει είναι οι δύσκολοι άνθρωποι, ο δύσκολος εαυτός μας, οι δυσκολίες με τους άλλους και με το εγώ μας. Όλα αυτά είναι χέρσα χωράφια που πρέπει να ξεχερσώσουμε, βαλτώματα να ξεβαλτώσουμε.
Δεν είναι εύκολο. Θέλει δουλειά, σκληρή. Όπως τότε, αν και αλλιώς. Τώρα θέλει σκάψιμο μέσα μας, ξεπάτωμα τις κακές ρίζες των σχέσεών μας, ξεδιάλυμα από κεραμίδια ερειπίων του παρελθόντος μας, αντοχή στις επιθέσεις των μολυσματικών συμπεριφορών, καλλιέργεια!
Ναι, καλλιέργεια εις βάθος, όργωμα των κακοτράχαλων τρόπων μας, επίμονο και επαναληπτικό.
Όπως οι ακτήμονες καλλιεργητές τα κατάφεραν με σκληρή δουλειά να βγάλουν στάρι, έτσι και εμείς. Δουλειά!