ανάμεσα στο χρόνο και στο άχρονο

Υπάρχουν δύο “χρονολογικές” αναγνώσεις της ύπαρξής μας. Η μία είναι ως προς το γίγνεσθαι και η άλλη ως προς το Είναι.
Ως προς το γίγνεσθαι, ο χρόνος τρέχει και πρέπει να τον προλάβουμε, να καταφέρουμε κάτι πριν μας παρασύρει στη φθορά και στον χαμό.
Ως προς το Είναι, ο χρόνος είναι ακίνητος, συμπυκνωμένος σε μια στιγμή που τα περιλαμβάνει όλα (ήτοι, το Είναι καθ’ολοκληρίαν). Την επόμενη στιγμή μπορεί να μην υπάρχουμε καν, οπότε είναι αδιάφορο τι θα καταφέρουμε.

Βρισκόμαστε, κατά κάποιο τρόπο, ανάμεσα στο χρόνο και στο άχρονο, με το καθένα να σηματοδοτεί μιαν άλλη σχέση με τα πράγματα και με εμάς. Έτσι, αξιολογούμε διαφορετικά την ύπαρξή μας (και την ύπαρξη των άλλων) αν την αναγιγνώσκουμε ως προς τα επιτεύγματά της μέσα στον χρόνο (τα γεννήματά της εν τω γίγνεσθαι) και αλλιώς όταν συλλαμβάνουμε την άχρονη διάστασή της μέσα στο Είναι.

Μέσα στο χρόνο, μετράμε τι καταφέραμε στη ζωή μας. Μέσα στο άχρονο, δεν έχει σημασία τι καταφέραμε αφού την επόμενη στιγμή μπορεί να το έχουμε  χάσει. Αρκεί να υπάρχουμε, να ζούμε και τίποτα άλλο. Το πρώτο εισάγει τη διαφορά μεταξύ μας, προκαλεί την εξέλιξή μας και τους συναφείς ανταγωνισμούς μας. Το δεύτερο αδιαφορεί για όλα αυτά και μας ταυτίζει με το αδιαφοροποίητο Είναι, όπου είμαστε όλοι ένα και ταυτό.

Αυτές οι δύο αναγνώσεις είναι εξίσου σημαντικές και καλό είναι να τις συνυπολογίζουμε, καθώς συνυπάρχουν με εμάς. Ως εκ τούτου, ναι μεν να προσπαθούμε να καταφέρουμε κάτι, αλλά όχι και να τρελαινόμαστε για την επιτυχία.

Η σημερινή εποχή, που προκρίνει τόσο πολύ την επιτυχία, επιφέρει ανισορροπία τόσο μεταξύ μας και με τους εαυτούς μας όσο και με τον όλο κόσμο γύρω μας. Χρειάζεται μια διόρθωση με την επίκληση του άχρονου και αδιάφορου για όλα αυτά που γίνονται, ένα άνοιγμα στο Είναι και μια διάνοιξη στο άφατο Αυτού.