βαθμοί οικειότητας και αιτίες εχθρότητας


Αν το κακό που συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων το αποδώσουμε στην εχθρότητα που νιώθει ο ένας για τον άλλον, τότε η λύση βρίσκεται στην οικειότητα.

Στον βαθμό που νιώθουμε τους άλλους σαν δικούς μας, στον ίδιο βαθμό τους φροντίζουμε και τους υπερασπιζόμαστε. Όσο λιγότερο οικείους τους νιώθουμε τόσο κρατάμε απόσταση από αυτούς και βάζουμε όρια στην πρόσβασή τους στο χώρο μας. Αν νιώσουμε να απειλούν τα όριά μας, τότε τους κηρύσσουμε εχθρούς μας.

Τα όρια μας, όμως, δεν είναι στατικά. Καθώς εξελισσόμαστε και αυξανόμαστε τείνουμε να τα επεκτείνουμε. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο αντιπαραθέσεων με τα όρια των άλλων, ειδικά αν ο χώρος που διεκδικούμε αμφότεροι συμπίπτει και είναι περιορισμένος. Εκεί μπορεί η εχθρότητα μας για αυτούς να κινηθεί επιθετικά, προβαίνοντας σε κάτι κακό εναντίον τους, με σκοπό να τους βλάψει.

Έτσι έχουμε έναν κόσμο που το κακό είναι πανταχού παρόν, από τις καθημερινές και διαπροσωπικές συγκρούσεις ως τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τους διεθνείς ανταγωνισμούς. Αυτό προφανώς δεν θα συνέβαινε αν νιώθαμε τους άλλους σαν δικούς μας. Τότε όχι μόνο δεν θα τους ανταγωνιζόμαστε αλλά θα θέλαμε το καλό τους. Θα είμαστε έτοιμοι να μοιραστούμε ακόμα και την μπουκιά μας μαζί τους, αν χρειαζόταν.

Είναι, όμως, τόσο απλό; Πατάμε το κουμπί της οικειότητας και έφυγε το κακό;

Κατ’ αρχήν είναι φύσει αδύνατον να τους νιώθουμε όλους οικείους. Προφανώς, πρώτοι έρχονται τα άτομα του στενού οικογενειακούς μας περιβάλλοντος και οι κολλητοί μας, με τους οποίους θα μοιραστούμε και την μπουκιά μας. Μετά, έρχονται οι φίλοι και γνωστοί μας, όπου, με τους πρώτους θα βγούμε να φάμε μαζί, ενώ, με τους δεύτερους θα πούμε ένα γεια από το διπλανό τραπέζι.

Ο κύκλος των γνωστών μας δεν μπορεί να υπερβαίνει τεχνικά έναν κάποιον αριθμό. Από εκεί και πέρα, οι άλλοι μάς είναι αναγκαστικά άγνωστοι και η οικειότητα ξεθωριάζει. Μένουν μόνο κάποια αδρά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ μας, που ρυθμίζουν τη θερμότητα ή ψυχρότητα των επαφών μας, αν τύχει και συναπαντηθούμε. Αν αναγνωρίζουμε σε αυτούς κάποια κοινότητα (τοπική, εθνική, επαγγελματική, πολιτιστική, κλπ.), θα είμαστε μάλλον θερμοί. Αν όχι, θα είμαστε μάλλον ψυχροί και αδιάφοροι. Βέβαια, αν συναπαντηθούμε με έναν παντελώς άγνωστο σε κάποιο μοναχικό μονοπάτι, θα του πούμε ένα “γεια” ως συνάνθρωπό μας, αλλά μέχρι εκεί.

Το βεληνεκές της οικειότητας φτάνει μέχρι την εντελώς σχηματική αναγνώριση κοινών γνωρισμάτων μας με τους συνανθρώπους μας, που μας κάνει να τους χαιρετίσουμε με ένα τυπικό “γεια”, αν χρειαστεί. Το “γεια” συμβολίζει την αμοιβαία αναγνώριση της ανθρωπιάς μας.

Η εντελώς τυπική και σχηματική αλληλο-αναγνώριση των ανθρώπων θα αρκούσε για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να κηρυχθεί η ανθρωπότητα μια ουδέτερη ζώνη εντός της οποίας θα μπορούσε να κάνει ο καθένας τις δικές του συμπυκνώσεις οικειότητας, τους δικούς του πυρήνες οικείων του προσώπων με συγγενείς, κολλητούς, φίλους και γνωστούς.

Αυτό που δυναμιτίζει την ουδετερότητα και φορτίζει αρνητικά το μεταξύ μας πεδίο είναι όταν θεωρούμε τους άλλους σαν απειλή. Αυτή μπορεί να εκληφθεί διπλά, είτε ως απειλή του χώρου μας είτε σαν εμπόδιο στην επέκτασή του. Στο κέντρο βρίσκεται το πρόβλημα της στενότητας (του χώρου, των πόρων, των ευκαιριών). Αυτό όμως μπορεί να λυθεί με τη συνεργασία. Αντί να διαγκωνιζόμαστε εντός στενών πλαισίων, μπορούμε να συνεργαστούμε για τη διεύρυνσή τους.

Οι άνθρωποι εξελίχθηκαν γιατί είχαν τη νοημοσύνη να συνεργαστούν για τη διεύρυνση του χώρου τους αντί να αλληλοπεριοριστούν.

Αυτοί που αντιτίθενται στη συνεργασία είναι αυτοί που κατέχουν προνομιακές θέσεις στον περιορισμένο χώρο και φοβούνται ότι με το άνοιγμά του θα τις χάσουν. Όποιος είναι αρχηγός σε μια μικρή ομάδα, θα πρέπει να μοιραστεί την εξουσία του με άλλους αρχηγούς αν οι ομάδες τους ενωθούν. Τα ντόπια κατεστημένα θα χάσουν το μονοπώλιο της ισχύος. Οι υπήκοοί τους φοβούνται ότι θα μείνουν απροστάτευτοι. Ο φόβος τους καλλιεργείται έτσι που να αλλοιώνει την εικόνα των ξένων σε βαθμό να χάνουν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που έχουν και οι ίδιοι. Προκαταλήψεις και παραλογισμοί συμβάλουν σε μια στενότητα αντιλήψεων που μικραίνει κι άλλο τον χώρο.

Απέναντι σε αυτό το σύμφυρμα πρέπει να αναπτυχθεί ένα σχέδιο συνεργασίας που να πείθει ώστε να αρθούν οι παράλογοι φόβοι. Αυτό θα πρέπει να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα των ανθρώπων, χωρίς να υπερβάλλει για την οικειότητα που μπορούν να μοιραστούν. Δεν γίνεται να είμαστε όλοι αγκαλιασμένοι. Οι ιδεολογίες και οι θρησκείες που το υποσχέθηκαν οδήγησαν σε ολοκληρωτισμούς. Αρκεί η αμοιβαία αναγνώριση της ανθρωπιάς μας για να γίνει η ζωή μας πιο “ανθρώπινη”.