Σέρνω την πέτρα

Μεγάλη πέτρα
Με φόρτωσες, πατέρα
Βαριά από χρησμούς άλυτους
Κρίματα προγόνων
Κόμπους δεμένους
Έλυσα κάποιους, λίγους
Έφτασα όσο μπόρεσα μακριά
Σέρνοντας τη στα πόδια μου
Τρίφτηκε
Λιγότερη να την παραδώσω
Πιο ελαφριά και λεία.

Η μεγάλη έκρηξη

Κοιμήθηκα βαθειά, για ώρες. Το σώμα μου με ξύπνησε, μόνο του. Κάποιο λάθος σκέφτηκα. Είναι ακόμη νωρίς. Δεν ήταν. Η ώρα ήταν η σωστή. Αυτό ήξερε. Είμαι το σώμα μου, και δεν το ξέρω. Μένω για λίγο ακίνητος στο στρώμα να το νιώσω. Γίνομαι το σώμα μου. Μια μεμβράνη που με διαχωρίζει από το φως της μέρας που με περιβάλλει, τους ήχους που ακούω, τον αέρα που ανασαίνω. Είμαι σχεδόν άυλος. Αδιόρατος σαν άχρωμη, ζελεδένια μέδουσα στη θάλασσα. Νερένιος μες στο νερό. Μόνο μια μεμβράνη. Κι ένας παλμός μέσα μου. Καρδούλα ασχημάτιστου εμβρύου. Όσο κοιμόμουν, καμία ύλη. Άυλος, εντελώς. Τώρα άυλος, σχεδόν. Αυτό το σχεδόν είμαι εγώ. Μια ελάχιστη διαφοροποίηση του τίποτα. Μια αδιόρατη παρέκκλιση από το μηδέν και νάμαι! Εγώ. Που μπορεί και να χαθώ ανά πάσα στιγμή, με μια αντίστροφη αδιόρατη παρέκκλιση στο τίποτα. Να κρατήσω αυτήν την αίσθηση. Μη βιαστώ να σηκωθώ. Να νιώσω λίγο ακόμη την αιθέρια υφή μου, πριν σκληρύνει το δέρμα μου και γίνει σκεύος στιβαρό, γεμάτο περιεχόμενα που με προσδιορίζουν. Όμως είναι αδύνατον. Αυτή η στιγμή διαρκεί απειροελάχιστα. Σύντομα, σκέψεις και ανάγκες με κατακλύζουν. Το μόνο που προλαβαίνω να σκεφτώ είναι μήπως κάπως έτσι συνέβη και τη στιγμή της μεγάλης έκρηξης, το big bang που λένε.

α(ει)κίνητος

Έφτασα εκεί
Που ήθελα να φτάσω
Θα αδειάσω τις βαλίτσες μου
Θα τοποθετήσω τις σκέψεις μου στα φύλλα των δένδρων
Θα ακουμπήσω τις έγνοιες μου στα κυματάκια του γιαλού
Και δε θα κάνω άλλα σχέδια
Θα μείνω εδώ
Να νιώσω το κενό του χρόνου
Χωρίς να το γεμίζω ετοιμασίες
(Σκέφτηκα ενώ ετοίμαζα τα πράγματά μου για Φολέγανδρο)